βούλευμα

βούλευμα
το юр. постановление, определение;

απαλλακτικό ( — или αθωωτικό) βούλευμα — постановление об освобождении обвиняемого;

παραπεμπτικό βούλευμα — постановление о передаче дела В суд


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βούλευμα" в других словарях:

  • βούλευμα — resolution neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βούλευμα — Έτσι ονομάζεται στη νομική επιστήμη η απόφαση του δικαστικού συμβουλίου. Αφορά ποινικές υποθέσεις που διεκπεραιώνονται χωρίς να φτάσουν στο ακροατήριο, δηλαδή σε κανονική δίκη, και άλλες που η παραπομπή στο αρμόδιο δικαστήριο γίνεται με β., το… …   Dictionary of Greek

  • βούλευμα — το απόφαση, γνωμοδότηση, προδικαστική απόφαση: Εκδόθηκε απαλλακτικό βούλευμα για τον κατηγορούμενο από το πλημμελειοδικείο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βούλευμ' — βούλευμα , βούλευμα resolution neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευματίων — βούλευμα resolution neut gen pl βουλευμάτιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλευμάτων — βούλευμα resolution neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλεύμασι — βούλευμα resolution neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλεύμασιν — βούλευμα resolution neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλεύματα — βούλευμα resolution neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλεύματι — βούλευμα resolution neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουλεύματος — βούλευμα resolution neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»